Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκορδαλιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκορδαλιά η [skorδalá] Ο24 : ορεκτικό σε πολτώδη μορφή με βάση το σκόρδο.

[συμφυρ. σκόρδ(ο) + αλιά(δα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες