Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκοντάφτω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκοντάφτω [skondáfto] Ρ4α : 1. καθώς βαδίζω συναντώ με το πόδι μου κάποιο εμπόδιο και πέφτω επάνω του, χάνοντας ελαφρά την ισορροπία μου: Σκόνταψα σε μια πέτρα. Σκόνταψε κι έπεσε. Πρόσεξε μη σκοντάψεις! || (επέκτ.): Kάθε φορά που βγαίνω ~ επάνω του, τον συναντώ, πέφτω επάνω του. 2. (μτφ.) για κτ. το οποίο δεν εξελίσσεται ομαλά, το οποίο συναντά εμπόδια στην πορεία του: Kάπου σκόνταψε η υπόθεση. Δεν ήξερε καλά το μάθημα και όλο σκόνταφτε. ΠAΡ Όποιος βιάζεται* σκοντάφτει.

[μσν. σκοντάπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < κοντάπτω (ανάπτ. προτακτ. [s] ;) ίσως < κοντ(ός) `πάσσαλος΄ + αρχ. ἅπτω `αγγίζω΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go