Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκληρο
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκληρο- [skliro] & σκληρό- [skliró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & σκληρ- [sklir], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα και τα παράγωγά τους· συνήθ.: 1. προσδίδει στο β' συνθετικό την ιδιότητα του: α. σκληρός: ~κόκαλος. β. όχι τόσο μαλακός, όπως συνήθ. συμβαίνει ή όσο θα θέλαμε: σκληρόσαρκος, σκληρόφλουδος, σκληρόφυλλος. γ. ανθεκτικός, όχι ευαίσθητος: σκληραγωγημένος, σκληρόπετσος, ~τράχηλος· σκληραγωγώ. δ. (για άνθρωπο) χωρίς καλοσύνη, συμπόνοια: σκληρόκαρδος, σκληρόψυχος. 3α. (ιατρ.) δηλώνει παθολογική κατάσταση κατά την οποία το τμήμα ή το όργανο του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό παρουσιάζεται σκληρό τερο ή χωρίς την ελαστικότητα ή τη μαλακότητα που κανονικά έχει: ~δακτυλία, ~δερμία, σκληρωνυχία· σκληρόγναθος, ~δάκτυλος, σκληρόδερμος, σκληρώνυχος. β. (ανατ.) με αναφορά στο σκληρό χιτώνα του ματιού: σκληρεκτομή, ~κερατίτιδα.

[1, 2: ελνστ. & λόγ. < ελνστ. σκληρ(ο)- θ. του αρχ. επιθ. σκληρό(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. σκλη ρ-αγωγῶ, σκληρο-κάρδιος `σκληρόκαρδος΄· 3: λόγ. < διεθ. scléro- < ελνστ. σκληρο-: σκληρο-δακτυλία < γαλλ. sclérodactylie]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκληρόκαρδος -η -ο [sklirókarδos] Ε5 : που έχει σκληρή καρδιά, που δε λυπάται, δε συμπονεί κανένα: ~ βασιλιάς. σκληρόκαρδα ΕΠIΡΡ.

[σκληρο- + καρδ(ιά) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκληροπυρηνικός -ή -ό [skliropirinikós] Ε1 : που είναι αδιάλλακτος: Σκληροπυρηνική στάση. Σκληροπυρηνικές απόψεις. || (ως ουσ.) ο σκληροπυρηνικός: Στο συνέδριο του κόμματος επικράτησαν οι σκληροπυρηνικοί.

[λόγ. σκλη ρο- + πυρηνικός μτφρδ. αγγλ. hard-core]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκληρός -ή -ό [sklirós] Ε1 : ANT μαλακός. 1. του οποίου η σύσταση είναι συμπαγής και γι΄ αυτό παρουσιάζει μεγάλη αντίσταση σε κάθε πίεση: Yλικό σκληρό σαν πέτρα / σαν ατσάλι. Σκληρό περίβλημα. Σκληρό εξώφυλλο. Σκληρό δέσιμο, σε βιβλίο· σχετική έννοια, σε αντίθεση: α. προς την ύπαρξη ενός μαλακότερου είδους: Σκληρό σιτάρι. Σκληρή φέτα. Σκλη ρό στρώμα / μαξιλάρι. Σκληρό μολύβι. Σκληρό πακέτο (τσιγάρων). Σκλη ρό καπέλο, με σκληρό τεπέ. Σκληρό κολάρο. || Σκληροί φακοί (επαφής). ~ δίσκος* (στον ηλεκτρονικό υπολογιστή). Σκληρό νερό*. β. προς αυτό το οποίο θεωρούμε επιθυμητό: Σκληρό κρέας, που δεν ψήνεται και δε μασιέται εύκολα. Σκληρό δέρμα. Σκληρά μαλλιά, τραχιά στην αφή. || Σκλη ρό φως. Σκληρό χρώμα. 2. (μτφ., συνήθ. για πρόσ.) α. που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ανθρώπινης συμπόνοιας, αγάπης και καλοσύνης: ~ άνθρωπος. ~ ηγεμόνας / κυβερνήτης. Δεν πρέπει να είμαστε σκληροί με τα ζώα. || που εκφράζει την έλλειψη συμπόνοιας, καλοσύνης, επιείκειας: Σκληρό βλέμμα. Mου μίλησε με σκληρή γλώσσα. H ζωή είναι πολύ σκλη ρή. || Είναι σκληρό να ξενιτεύεσαι. β. που δείχνει μεγάλη αντοχή στις δύσκολες και αντίξοες συνθήκες: Είναι πολύ ~ στον πόνο. Xρειάζεται σκλη ρή δουλειά για να προχωρήσουμε. ~ άντρας και ειρωνικά σκληρό αντρά κι. ΦΡ σκληρό καρύδι*. || (ως ουσ.) ο σκληρός: Ο ~ του γαλλικού σινεμά. Παίζει συνήθως ρόλους σκληρών. γ. για κπ. που δεν υποχωρεί εύκολα ή για κτ. που γίνεται με πείσμα και αποφασιστικότητα: Είναι ~ διαπραγματευτής. H κυβέρνηση κράτησε σκληρή στάση στο θέμα της απεργίας. Σκληρή μάχη / αναμέτρηση. Ο ανταγωνισμός είναι πολύ ~. || Ο ~ πυρήνας*. || Σκληρό νόμισμα*. δ. που είναι δυσάρεστος, επιβλαβής σε σχέση προς τον αποδέκτη: ~ νόμος. Σκληρή τιμωρία. Σκληρά μέτρα. Σκληρή κριτική. || Σκληρά ναρκωτικά, πολύ ισχυρά, που η επίδρασή τους είναι ιδιαίτερα βλαπτική. Σκληρό πορνό. σκληρούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. σκληρά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Mου φέρθηκε πολύ ~. Εργάστηκε ~ και ευσυνείδητα.

[αρχ. σκληρός· σκληρ(ός) -ούτσικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκληρότητα η [sklirótita] Ο28 : η ιδιότητα του σκληρού: H ~ του μετάλλου. Έδειξε μεγάλη ~ στους ηττημένους αντιπάλους του.

[λόγ. < αρχ. σκληρότης, αιτ. -ητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκληροτράχηλος -η -ο [sklirotráxilos] Ε5 : που δείχνει μεγάλη αντοχή στις σωματικές και ψυχικές πιέσεις και ταλαιπωρίες· που προβάλλει ισχυρή αντίσταση: ~ εχθρός. Σκληροτράχηλη ράτσα.

[λόγ. < ελνστ. σκληροτράχηλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες