Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκληραίνω [skliréno] -ομαι Ρ7.4α παθ. αόρ. σκληρύνθηκα, απαρέμφ. σκληρυνθεί : α. κάνω κτ. σκληρό: H ζέστη σκληραίνει το χώμα. || (μτφ.): H ζωή σκληραίνει τον άνθρωπο. β. γίνομαι σκληρός: Σκλήρυναν τα κουκιά. Tα χαρακτηριστικά του προσώπου σκληραίνουν με τα χρόνια. || (μτφ.): Σκληραίνει τη στάση του / τη θέση του, γίνεται ανυποχώρητος.
[αρχ. σκληρ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]