Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκληραγώγηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκληραγώγηση η [skliraγójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκληραγωγώ· σκληραγωγία.

[λόγ. σκληραγωγη- (σκληραγωγώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go