Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκλαβόπουλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκλαβόπουλο το [sklavópulo] Ο41 : (οικ.) νεαρός σκλάβος. || (πληθ.) νεα ροί σκλάβοι, χωρίς διάκριση φύλου.

[σκλάβ(ος) -όπουλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες