Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκλαβοπάζαρο το [sklavopázaro] Ο41 : τόπος αγοραπωλησίας δούλων: Στα σκλαβοπάζαρα της Aνατολής. || εμπόριο σκλάβων: Στην Aφρική ανθούσε το ~.
[σκλάβ(ος) -ο- + παζάρ(ι) -ο]



