Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκιώδης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκιώδης -ης -ες [skióδis] Ε11 : 1. (λόγ.) σκιερός. 2. (μτφ.) που είναι τόσο άτονος ή αποδυναμωμένος, ώστε δεν μπορεί να παίξει κανένα ουσιαστι κό ρόλο: ~ εξουσία. ~ παρουσία. ~ κυβέρνηση, κυβέρνηση που σχηματί ζει ανεπίσημα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αντίστοιχη με το κυβερνητικό σχήμα του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία, προκειμέ νου να παρακολουθεί και να ελέγχει καλύτερα το κυβερνητικό έργο.

[λόγ.: 1: αρχ. σκιώδης· 2: σκιώδης κυβέρνηση: μτφρδ. αγγλ. shadow government]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες