Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκιόφως
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκιόφως το [skiófos] Ο γεν. σκιόφωτος (χωρίς πληθ.) : αμυδρό φως, όπως διαχέεται μέσα στην έντονη παρουσία των σκιών.

[λόγ. < ελνστ. σκιόφως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες