Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκιαδανθή τα [skiaδanθí] Ο (βλ. Ε10) : τάξη δικοτυλήδονων φυτών στα οποία τα άνθη είναι διατεταγμένα κυκλικά.
[λόγ. < ελνστ. σκιάδ(ειον) `ομπρέλα, όργανο αυτών των φυτών΄ + άνθ(ος) -ή, ουδ. πληθ. του -ής απόδ. νλατ. umbeliferae]