Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκιαγραφώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκιαγραφώ [skiaγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : περιγράφω κτ. σε γενικές γραμμές, δίνω τα βασικά σημεία ενός θέματος: Σκιαγραφεί την πολιτική που θα ακολουθήσει στο θέμα.

[λόγ. < αρχ. σκιαγραφῶ `ζωγραφίζω με φωτοσκιάσεις΄ κατά τη σημ. του σκιαγραφία2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες