Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκιέρ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκιέρ ο [skiér] θηλ. σκιέρ [skiér] Ο (άκλ.) : χιονοδρόμος. || αθλητής του θαλάσσιου σκι.

[λόγ. < γαλλ. skieur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκιερός -ή -ό [skierós] Ε1 : 1. που δημιουργεί σκιά: Σκιερό φύλλωμα. Σκιε ρό δάσος. || που βρίσκεται στη σκιά: Σκιερό δρομάκι. 2. (αστρον., φυσ.) σκιερό σώμα*. ~ κώνος*.

[λόγ. < αρχ. σκιερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες