Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκιάδιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκιάδιο το [skiáδio] Ο40 : (λόγ.) είδος πλατύγυρου ψάθινου καπέλου το οποίο προστάτευε από τον ήλιο.

[λόγ. < ελνστ. σκιάδειον (και σφαλερή γραφή σκιάδιον), αρχ. σημ.: `προστατευτικό για τον ήλιο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες