Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκηνικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκηνικός -ή -ό [skinikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη σκηνή του θεάτρου, ως χώρο θεατρικών ή άλλων παραστάσεων: ~ διάκοσμος. Σκηνική τέχνη. Σκηνική παρουσία. Σκηνική δραστηριότητα. 2. (ως ουσ.) α. το σκηνικό, ο σκηνικός διάκοσμος μιας συγκεκριμένης θεατρικής σκηνής ή πράξης. || (μτφ.): Άλλαξε το σκηνικό της πολιτικής ζωής. β. τα σκηνικά, το σύνολο του σκηνικού διάκοσμου: Γνωστός σκηνογράφος έκανε τα σκηνικά και τα κουστούμια.

[λόγ. < ελνστ. σκηνικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go