Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκηνίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκηνίτης ο [skinítis] Ο10 θηλ. σκηνίτισσα [skinítisa] Ο27 : αυτός που κατοικεί μόνιμα σε σκηνή, κυρίως για άτομο που ζει νομαδικά.

[λόγ. < ελνστ. σκηνίτης· λόγ. σκηνίτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες