Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκερβελές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκερβελές ο [skervelés] Ο13 : (λαϊκ.) τεμπέλης, ανεπρόκοπος, χαμένο κορμί.

[;]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες