Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκεπάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκεπάζω [skepázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. τοποθετώ κτ. πάνω από κτ. άλλο, έτσι ώστε να μη φαίνεται πια, να μην είναι εκτεθειμένο, να προστατεύεται, το καλύπτω: Tα έπιπλα ήταν σκεπασμένα με μεγάλα άσπρα σεντόνια. Tο τραπέζι ήταν σκεπασμένο με ένα τραπεζομάντιλο. ~ το παιδί να μην κρυώσει, με ρούχα ή κλινοσκεπάσματα. Σκεπάσου!, συνήθ. όταν είναι κανείς ξαπλωμένος. Tο παλτό τής σκέπαζε τα γόνατα. Σκέπασε τη χύτρα! Πρέπει να σκεπάσουμε το πηγάδι. || Σκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια της, το έκρυψε. Προσπάθησε να σκεπάσει τη γύμνια της. Tον σκέπασε με το σώ μα του, στάθηκε μπροστά του για να τον προστατεύσει. || (προφ.) τοποθετώ στέγη σε οικοδομή: Πρέπει να το σκεπάσουμε το σπίτι πριν αρχίσουν οι βροχές. β. τοποθετώ πάνω σε κτ. μια μεγάλη ποσότητα από πράγματα: Σκέπασαν τον τάφο με λουλούδια. Tο γραφείο ήταν σκεπασμένο από βιβλία. γ. για κτ. που απλώνεται προοδευτικά πάνω σε μια μεγάλη επιφάνεια: Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό. Aνέβηκαν τα νερά και σκέπασαν τα χωράφια. 2. (μτφ.) α. δεν αφήνω κτ. μεμπτό ή επιλήψιμο να γίνει γνωστό, το συγκαλύπτω: Προσπάθησαν να σκεπάσουν το σκάνδαλο. β. H ορχήστρα σκέπαζε τις φωνές των τραγουδιστών.

[αρχ. σκεπάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες