Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκελετωμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκελετωμένος -η -ο [skeletoménos] Ε3 : για άνθρωπο εξαιρετικά αδύνατο.

[λόγ. μππ. του σκελετ(ώ < σκελετ(ός) -ώ) απόδ. γαλλ. squelettique < ελνστ. σκελετός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go