Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκελίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκελίδα η [skelíδa] Ο26 : καθεμία από τις επιμήκεις λωρίδες που σχηματίζουν τον αποξηραμένο καρπό του σκόρδου.

[μσν. σκελίδα < ελνστ. σκελίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες