Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκαφτικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκαφτικά τα [skaftiká] Ο38 : η αμοιβή για το σκάψιμο.

[σκάφτ(ω) (< αρχ. σκάπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ) -ικά, ουδ. πληθ. του -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες