Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκατούλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκατούλα η [skatúla] Ο25α : 1. (χυδ.) μεγάλο σκατό. 2. οικείος χαϊδευτικός ή και μειωτικός χαρακτηρισμός για κοριτσάκι ή κοπελίτσα.

[σκατ(ό) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες