Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκασιάρχης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκασιάρχης ο [skasiárxis] Ο10 : αυτός που έχει κάνει σκασιαρχείο.

[λόγ. < φρ. το ΄σκασα (δες σκάω3) ειρ. κατά το ταξιάρχης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες