Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκασίλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκασίλα η [skasíla] Ο25α : (προφ.) δυσανασχέτηση, ενόχληση από καθημερινές αναποδιές: H ~ μου δε λέγεται / δεν περιγράφεται. Είχα τέτοια ~ που… (έκφρ.) ~ μου! κι είχα μια ~! άλλη ~ δεν έχω, για δήλωση αδιαφορίας.

[σκασ- (σκάω)2 -ίλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go