Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκαρφίζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκαρφίζομαι [skarfízome] Ρ2.1β : (οικ.) επινοώ κτ. ευφυές ή πρωτότυπο· σοφίζομαι: Tι σκαρφίστηκες πάλι; Είναι απίστευτο το τι σκαρφίζεται για να βρει λεφτά.

[μσν. *σκαριφίζομαι (πρβ. μσν. σκαριφίσματα) με συγκ. του άτ. [i] < ελνστ. σκαριφ(ῶμαι) `κάνω σχεδιάγραμμα΄ μεταπλ. -ίζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go