Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαρπίνι το [skarpíni] Ο44 : είδος χαμηλού παπουτσιού που δένει με κορδόνια και αφήνει ακάλυπτους τους αστραγάλους: Λουστρινένια σκαρπίνια.
[μσν. σκαρπίνι < ιταλ. αρσ. scarpino, πληθ. scarpini που θεωρήθηκε ουδ. εν.]



