Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκανδαλιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκανδαλιστικός -ή -ό [skanδalistikós] Ε1 : για θέαμα, ακρόαμα, δημοσίευμα και γενικά για συμπεριφορά που σκανδαλίζει, που προκαλεί το κοι νό αίσθημα περί ηθικής: H ταινία θεωρήθηκε ιδιαίτερα σκανδαλιστι κή. || που βάζει σε πειρασμό, ιδίως για απαγορευμένες μικροαπολαύσεις: Tι σκανδαλιστικό γλυκό είναι αυτό!

[λόγ. σκανδαλισ- (σκανδαλίζω) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go