Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκανδαλιάρης -α -ικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκανδαλιάρης -α -ικο [skanδaláris] & σκανταλιάρης -α -ικο [skandaláris] Ε9 : για μικρό παιδί που κάνει σκανταλιές, που είναι άτακτο, υπερβολικά ζωηρό. || ως τρυφερός χαρακτηρισμός ανθρώπου που του αρέσουν τα πειράγματα και τα αστεία. || (ως ουσ.).

[-ντ-: σκάνταλ(ο) -ιάρης· -νδ-: λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες