Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκανάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκανάρω [skanáro] -ομαι Ρ6 : (πληροφ.) εισάγω μια εικόνα ή ένα κείμενο σε ηλεκτρονικό υπολογιστή περνώντας τα από σκάνερ: Οι εικόνες σκανάρονται, υφίστανται επεξεργασία και στη συνέχεια εκτυπώνονται. Είναι πολύ πιο εύκολο να σκανάρεις ένα κείμενο παρά να το πληκτρολογήσεις από την αρχή.

[αγγλ. scan -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go