Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκαλιστήρι το [skalistíri] Ο44 : εργαλείο της κηπουρικής, που μοιάζει με μικρή σκαπάνη, του οποίου το μεταλλικό τμήμα έχει τη μία απόληξη διχαλωτή και την άλλη πεπλατυσμένη.
[μσν. σκαλιστήριον < σκαλισ- (σκαλίζω) -τήριον > -τήρι]



