Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκαλιέρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκαλιέρα η [skaléra] Ο25 : 1. τα κάθετα τμήματα συναρμολογούμενων επίπλων, που έχουν εγκοπές για την υποδοχή των οριζόντιων τμημάτων. 2. (ναυτ.) ειδική σκάλα από σχοινί που χρησιμοποιείται στα καράβια.

[σκαλ(ί) -ιέρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες