Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκαλάθυρμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκαλάθυρμα το [skaláθirma] Ο49 : (λόγ.) σύντομο και μάλλον πρόχειρο στη σύνθεση επιστημονικό ή λογοτεχνικό κείμενο: Στιχουργικά σκαλαθύρματα.

[λόγ. < ελνστ. σκαλάθυρμα `ασήμαντη λεπτομέρεια΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες