Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκακιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκακιστικός -ή -ό [skakistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σκά κι ή στο σκακιστή: Σκακιστικοί αγώνες. ~ όμιλος.

[λόγ. σκακιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες