Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκακιστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκακιστής ο [skakistís] Ο7 θηλ. σκακίστρια [skakístria] Ο27 : ο παίχτης του σκακιού, ιδίως ο ικανός ή ο επαγγελματίας.

[λόγ. σκάκ(ι) -ιστής· λόγ. σκακισ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go