Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκίαση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκίαση η [skíasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκιάζω 1.

[λόγ. < μσν. σκίασις < σκια- (σκιάζω) 1 -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go