Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκέπαστρο το [sképastro] Ο40 : ελαφριά συνήθ. κατασκευή με την οποία προστατεύεται ένας ανοιχτός χώρος: Tο ~ του μπαλκονιού. ~ στο γήπεδο.
[λόγ. < ελνστ. σκέπαστρον]