Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκέπαστρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκέπαστρο το [sképastro] Ο40 : ελαφριά συνήθ. κατασκευή με την οποία προστατεύεται ένας ανοιχτός χώρος: Tο ~ του μπαλκονιού. ~ στο γήπεδο.

[λόγ. < ελνστ. σκέπαστρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες