Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκάψιμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκάψιμο το [skápsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκάβω. α. η αναστροφή του χώματος με ειδικό εργαλείο για την καλλιέργεια του εδάφους: Tο ~ του κήπου / του χωραφιού. β. η δημιουργία κοιλότητας στο έδαφος ή γενικά σε μια σκληρή επιφάνεια με τη βοήθεια ειδικού εργαλείου: Για το ~ των θεμελίων χρησιμοποιούνται εκσκαφείς.

[σκαψ- (σκάβω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go