Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σκάμμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκάμμα το [skáma] Ο48 : σε αγωνιστικό χώρο, παραλληλόγραμμη κοιλότητα γεμάτη με άμμο, κατάλληλη για αγωνίσματα αλμάτων.

[λόγ. < ελνστ. σκάμμα, αρχ. σημ.: `τάφρος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go