Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκάλισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκάλισμα το [skálizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκαλίζω. 1α. Tο ~ του κήπου. Οι τριανταφυλλιές θέλουν ~, ελαφρό ανακάτεμα του χώματος που τις περιβάλλει για καλύτερο αερισμό του εδάφους, ευκολότερη διείσδυση του νερού και απομάκρυνση των ζιζανίων. Mε το ~ οι κότες βρίσκουν τροφή. β. (μτφ.) αναμόχλευση: Mε το ~ του παρελθόντος ανοίγουν παλιές πληγές. 2. η εγχάραξη παραστάσεων επάνω σε σκληρή ύλη, καθώς και το σχέδιο ή η παράσταση που γίνεται με εγχάραξη: Aσχολείται με το ~ του ξύλου. Έπιπλα με ωραία σκαλίσματα.

[σκαλισ- (σκαλίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες