Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σιωπητήριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιωπητήριο το [siopitírio] Ο40 : σάλπισμα που σημαίνει την ώρα του ύπνου και της ησυχίας για τους στρατιώτες. ANT εγερτήριο: Xτύπησε ~, και ως έκφραση για να δηλώσουμε ότι πρέπει να σταματήσουν οι κουβέντες και να κοιμηθούμε.

[λόγ. σιωπη- (σιωπώ) -τήριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go