Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιωπηρός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιωπηρός -ή -ό [siopirós] Ε1 : που δεν εκφράζεται, αλλά που υπονοείται με σαφήνεια· που δηλώνεται ή που υποδηλώνεται με τη σιωπή: Σιωπηρή αποδοκιμασία / διαμαρτυρία. Σιωπηρή συμφωνία / αποδοχή. σιωπηρά & (λόγ.) σιωπηρώς ΕΠIΡΡ: Δέχτηκε ~ να μην πληρωθεί. Kαθιερώθηκε σιωπηρώς.

[λόγ. < ελνστ. σιωπηρός· λόγ. < ελνστ. σιωπηρῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες