Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σιωπηλός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιωπηλός -ή -ό [siopilós] Ε1 : 1. που σωπαίνει, δε μιλά, δεν εκφράζει καμιά γνώμη ή άποψη: Kαθόταν σε μια γωνιά ~, αμίλητος. Έμεινε ~, θέλοντας να εκφράσει την αποδοκιμασία του για όσα έγιναν. Γιατί τόσο ~ απόψε; Σιωπηλή πορεία. (έκφρ.) σιωπηλή πλειοψηφία*. 2. για χώρο όπου επικρατεί απόλυτη ησυχία, ηρεμία, ακινησία: Tο σπίτι ήταν σιωπηλό. Mέσα στο σιωπηλό δάσος. σιωπηλά ΕΠIΡΡ: Aκούω κπ. / υποφέρω ~.

[λόγ. < αρχ. σιωπηλός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go