Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιτηρέσιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιτηρέσιο το [sitirésio] Ο40 : (λόγ.) η ημερήσια τροφή των στρατιωτών, καθώς και το επίδομα που δίνεται στους στρατιώτες για την αγορά τροφής.

[λόγ. < ελνστ. σιτηρέσιον, αρχ. σημ.: `επίδομα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες