Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιροκολεβάντες
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιροκολεβάντες ο [sirokolevándes] Ο14 : (ναυτ.) άνεμος που πνέει από ανατολικά προς νοτιοανατολικά.

[σιρόκ(ος) -ο- + λεβάντες]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες