Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σιμώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιμώνω [simóno] Ρ1α : (λαϊκότρ.) πλησιάζω.

[μσν. σιμώνω < σιμ(ά) -ώνω (πρβ. ελνστ. σιμῶ `στρίβω προς τα πάνω τη μύτη΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go