Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σιδηρουργείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιδηρουργείο το [siδirurjío] Ο39 : εργαστήριο κατεργασίας σιδήρου.

[λόγ. < ελνστ. σιδηρουργεῖον `ορυχείο σιδήρου΄ κατά τη σημ. του σιδηρουργός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go