Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιδηροπυρίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιδηροπυρίτης ο [siδiropirítis] Ο10 : (ορυκτ., χωρίς πληθ.) ορυκτός θειούχος σίδηρος.

[λόγ. σιδηρο- + πυρίτης μτφρδ. αγγλ.(;) iron pyrite]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες