Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιδερόπανο το [siδerópano] Ο41 : 1. ειδικό πανί με το οποίο καλύπτεται η σιδερώστρα. 2. μεγάλο πανί από λεπτό ύφασμα που τοποθετείται επάνω από το ρούχο που σιδερώνουμε, για να μην έρχεται το σίδερο σε απευθείας επαφή με το ρούχο.
[σιδερο- + παν(ί) -ο]



