Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιδερωτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιδερωτής ο [siδerotís] Ο7 θηλ. σιδερώτρια [siδerótria] Ο27 : αυτός που έχει ως επάγγελμα το σιδέρωμα των ρούχων.

[λόγ. σιδερω- (δες σιδερώ νω) -τής· λόγ. σιδερωτ(ής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες