Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σιδερικό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιδερικό το [siδerikó] Ο38 : αντικείμενο ή κομμάτι από σίδερο. || (λαϊκ.) το πιστόλι.

[σίδερ(ο) -ικό, ουδ. του -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go