Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σιδεράς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιδεράς ο [siδerás] Ο1 : (οικ.) τεχνίτης ο οποίος κατεργάζεται το σίδερο· σιδηρουργός.

[σίδερ(ο) -άς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go